γυάρδα

γυάρδα
η
αγγλική μονάδα μήκους, ίση προς τα 0,914 τού μέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) yard].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γυάρδα — η βλ. γιάρδα, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υάρδα — η, Ν γυάρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. yard (πρβλ. και γυάρδα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”