Dictionary of Greek. 2013.
γυάρδα — η βλ. γιάρδα, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υάρδα — η, Ν γυάρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. yard (πρβλ. και γυάρδα)] … Dictionary of Greek